ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω … Dictionary of Greek
εξανάγω — (Α ἐξανάγω) [ανάγω] ναυτ. 1. οδηγώ το πλοίο στα ανοιχτά 2. παθ. εξανάγομαι αποπλέω, βγαίνω στ ανοιχτά, ξανοίγομαι στο πέλαγος (α. «ἡνίκα ἐξανηγόμην ἐγώ», Θουκ. β. «πεντεκαίδεκα δὲ τῶν νεῶν τούτων ἔτυχόν τε ὕσταται πολλὸν ἐξαναχθεῑσαι», Ηρόδ.) αρχ … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek
ξανοίγω — (Μ ξανοίγω) βλέπω, διακρίνω νεοελλ. 1. εκτείνω, εξαπλώνω 2. (σχετικά με μαλλί, νήμα, βαμβάκι) ανοίγω, απλώνω («ξάνοιξα τα μαλλιά να στεγνώσουν») 3. βλέπω, αντιλαμβάνομαι, εντοπίζω (α. «όπου στραφεί το μάτι σου ξανοίγει εδώ κορμιά, εκεί κορμιά… … Dictionary of Greek
απλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ως μτβ. 1. ξεδιπλώνω: Άπλωσε στο τραπέζι το καινούριο τραπεζομάντιλο. 2. αφήνω κάτι στο ύπαιθρο, για να στεγνώσει: Άπλωσαν τη σταφίδα, για να ξεραθεί. 3. τεντώνω: Άπλωσε το χέρι του, για να τον χαϊδέψει· ως αμτβ. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξανοίγω — ξάνοιξα, ξανοίχτηκα, ξανοιγμένος 1. μτβ., ανοίγω κάτι διάπλατα, απλώνω: Ξάνοιξε το μαλλί να στεγνώσει. 2. μτφ., ανοίγω, χαράζω, δημιουργώ: Ξάνοιξε καινούριους δρόμους στην επιστήμη. 3. βλέπω, διακρίνω: Σε ξανοίγει από τα νέφη και το μάτι του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)